εκτελωνιστικός

εκτελωνιστικός
-ή, -ό
1. που ανήκει ή αναφέρεται στην εκτελώνιση εμπορευμάτων: Εκτελωνιστικό γραφείο.
2. το ουδ. πληθ. ως ουσ., εκτελωνιστικά η αμοιβή του εκτελωνιστή για την εκτελώνιση εμπορευμάτων.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • εκτελωνιστικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον εκτελωνισμό, στην εκτελώνιση («εκτελωνιστικές εργασίες») 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα εκτελωνιστικά τα έξοδα για την εκτελώνιση και ειδικά η αμοιβή τού εκτελωνιστή …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”